Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τελειουργώ — έω, ΜΑ τελειοποιώ, ολοκληρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + ουργῶ (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μεγαλ ουργώ] … Dictionary of Greek